πρωτεύουσα

πρωτεύουσα
η столица, главный город;

η πρωτεύουσα της πατρίδας μας — столица нашей Родины;

είμαι απ' την πρωτεύουσα — быть жителем столицы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πρωτεύουσα" в других словарях:

  • πρωτεύουσα — η, Ν 1. πόλη, κωμόπολη ή και χωριό όπου εδρεύουν οι ανώτερες αρχές διοικητικής περιφέρειας ή η κυβέρνηση μιας πολιτείας 2. (κατ επέκτ.) η μεγαλύτερη ή η σημαντικότερη από οικονομική, πολιτιστική ή άλλη άποψη πόλη μιας περιφέρειας 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεύουσα — πρωτεύω to be the first pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • ρίγα — Πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Λετονίας. Βρίσκεται στις όχθες του δυτικού Ντβινά (Νταουγκάβα), κοντά στις εκβολές του στον κόλπο της Ρ. (Βαλτική). Ιδρυμένη το 1201 από τον επίσκοπο Αλβέρτο της Λιβονίας, έγινε επισκοπική έδρα και, στα μέσα του… …   Dictionary of Greek

  • Σέρπουχοφ — Πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας της περιοχής της Μόσχας. Βρίσκεται σε κατάσταση 99 χλμ. από τη σοβιετική πρωτεύουσα, στις όχθες του ποταμού Νάρα. Η πόλη, που ιδρύθηκε το 1339, αριθμεί 130 000 κάτ. Στα 1341 1456 ήταν πρωτεύουσα του ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • Πασαργάδαι (-ες) — Πρωτεύουσα της Περσίας, πριν από την Περσέπολη, που είχε χτιστεί στο μέρος όπου το 556 π.Χ. ο Κύρος ο Πρεσβύτερος νίκησε τον Αστυάγη και έστησε τη σκηνή του. Ακόμα και όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Περσέπολη, οι βασιλιάδες εξακολουθούσαν να… …   Dictionary of Greek

  • πρωτευούσας — πρωτευούσᾱς , πρωτεύω to be the first pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) πρωτευούσᾱς , πρωτεύω to be the first pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»